Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Νενικήκαμεν!!!

Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας παραίτησης

Πάει πάνω από ένας μήνας που παραιτήθηκα από τη δουλειά. Την Παρασκευή που αποχώρησα, στις αρχές Σεπτέμβρη, ήθελα να επιστρέψω σπίτι και να γράψω ένα τεράστιο “ΝΕΝΙΚΗΚΑΜΕΝ” με κόκκινη μπογιά στον τοίχο απέναντι από το σπίτι μου για να το βλέπω κάθε μέρα και να χαίρομαι. Η ανακούφιση που αισθάνθηκα όταν έκλεισα πίσω μου την πόρτα της τράπεζας στην οποία εργαζόμουν επί δέκα χρόνια, ήταν τεράστια.

Σαν τη συσσωρευμένη αγανάκτηση, θυμό και αηδία μέσα μου. Θυμό με όλους αυτούς τους ανύπαρκτους που ιδρώνουν για μια θεσούλα ελάχιστης εξουσίας χωρίς αντίκρυσμα (και η θέση και η εξουσία, καθώς το πόσο αναλώσιμοι είναι το ξέρουν και οι ίδιοι πολύ καλά). Γνώρισα, για παράδειγμα, ανθρώπους 25 και 27 χρονών, νέα παιδιά, που σαν μοναδικό, ημερήσιο καθήκον είχαν να τηλεφωνούν για τα ληξιπρόθεσμα (“Ναι; Ο κύριος Ρετζάι Κρίστο; Κοιτάξτε, αν δεν φέρετε τα πεντακόσια ευρώ για το δάνειο, θα φάτε εξώδικο!”) και να νομίζουν ότι είναι φοβεροί και τρομεροί. Να πουλάνε ύφος, μούρη και... εξουσία! Να συστήνονται ως “τραπεζικοί” ενώ στην ουσία ήταν τηλεφωνητές και τηλεφωνήτριες που δεν έχουν ιδέα από τραπεζικά! Να τη λένε σε άλλους συναδέλφους – που είχαν την ατυχία να απασχολούνται ως εξωτερικοί (ενοικιαζόμενοι) συνεργάτες – ως ανώτεροί τους! Οι τελευταίοι εργάτες της φάμπρικας πείθονται με το καρότο της ανέλιξης ότι είναι προσωπικά σημαντικοί, πορώνονται, έχουν πια λόγο να ελπίζουν ότι σε μία πενταετία θα τους αναγνωρίσουν - δίνοντάς τους καμιά τιμητική πλακέτα υποθέτω, γιατί οι αυξήσεις άνω του πληθωρισμού είναι άγνωστη έννοια στην τράπεζα όπου εργαζόμουν- την προσφορά τους! Έτσι βρέθηκα λοιπόν να δουλεύω ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν δύο, κυρίως, ιδιότητες: ήταν τόσο ηλίθιοι, όσο και αντιπαθητικοί. Και ο θυμός μου βεβαίως οφείλεται στο ότι αν δεν είχες αυτές τις ιδιότητες, δεν σου επέτρεπαν οι από πάνω να προχωρήσεις επ' ουδενί. Επ' ουδενί.

Αγανάκτησα να βλέπω καθημερινά τους ανθρώπους να γίνονται σκουπίδι και να αυτο-εξευτελίζονται για να “χτίσουν μια καριέρα”. Αγανάκτησα να βλέπω ανθρωπάκια να νομίζουν ότι γίνονται άνθρωποι αν καταφέρουν ποτέ να κάτσουν πίσω από ένα γραφείο. Αγανάκτησα με τις ρουφιανιές και τις μισές κουβέντες, τα υπονοούμενα ή ακόμα χειρότερα το “μα, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, γλυκιά μου!” κι από πίσω να ανοίγει ο λάκκος. Η διπροσωπία, ένδειξη αν μη τι άλλο ανεντιμότητας, είναι το μοναδικό πράγμα που διαπίστωσα να ανταμείβεται από μία επιχείρηση, όπου αν μη τι άλλο πρέπει να είσαι έντιμος για να είσαι κατάλληλος, καθώς διαχειρίζεσαι ξένα λεφτά. Ξέρετε, αυτή η χαμογελαστή, γλοιώδης ανενετιμότητα, σε επίπεδο κορυφής κυρίως. Ο μεγαλοδιευθυντής που καταδέχτηκε να σε συναντήσει (γιατί πρέπει να δείχνει ότι είναι και προσηνής, ο καημένος) δεν έχει τίποτα ποτέ να πει σε επίπεδο ουσίας, παρά επαναλαμβάνει μονότονα πληρωμένες απαντήσεις – αποσπάσματα κάποιας κανονιστικής εγκυκλίου που αφορά το πρόβλημά σου - κι έξω απ' την πόρτα. Έτσι βρέθηκα λοιπόν να δουλεύω ανάμεσα σε ανθρωπάκια χωρίς ανάστημα, που άλλοτε χοροπηδούν σαν σκυλάκια – το θεωρούν, για παράδειγμα, τιμή τους (!!!) να φτιάξουν αυτοί τον καφέ του διευθυντή και σκοτώνονται να βρουν κουταλάκι στην κουζίνα πρώτοι, αυτοί!– κι άλλοτε σου δηλώνουν ότι κι αυτοί δεν το θέλουν αλλά είναι υποχρεωμένοι να σε ρουφιανέψουν γιατί τους το ζήτησαν – ένα νέο καθήκον που ούτε καν διανοούνται ότι μπορούν να αρνηθούν, καθώς είναι προφανές ότι είναι το μόνο που θα τους πάει μια μέρα ψηλά.

Ένα ιδανικό περιβάλλον εργασίας, όπως θα το δείτε να περιγράφεται σε όλες τις ιστοσελίδες των ελληνικών τραπεζών, όπου το να φεύγεις στην ώρα σου είναι επιλήψιμο ενώ το να δουλεύεις απλήρωτη ή υποχρεωτική υπερωρία όποτε του καυλώσει του κάθε προϊστάμενου, όχι. Κανένας φραγμός, κανένα όριο. Και καμία απολύτως αξιοκρατία. Ποτέ δεν επιβραβεύτηκα για τη δουλειά μου, με κανέναν τρόπο, ούτε ηθικά, ούτε υλικά. Και η στατιστική επιστήμη τουλάχιστον λέει ότι μέσα σε μία δεκαετία, προφανώς έκανα πολλά πράγματα καλά. Για την ακρίβεια, έπαιρνα κάθε χρόνο εξαιρετικές αξιολογήσεις. Λόγια, λόγια χωρίς ουσία. Και, να σας πω κι ένα μυστικό για να ξέρετε, την επόμενη φορά που θα επισκεφτείτε μια τράπεζα: οι τραπεζοϋπάλληλοι των καταστημάτων σήμερα είναι απλά διεκπεραιωτές χωρίς άλλα καθήκοντα. Έχουν παρέλθει πλέον οι εποχές που έλεγε κάποιος “ξέρω το διευθυντή στην τάδε τράπεζα, θα με βοηθήσει με το δάνειο”. Πάνε αυτά, ξεχάστε τα. Όλες μα όλες οι αποφάσεις σχετικά με δάνεια, κάρτες κλπ κλπ λαμβάνονται από πρόσωπα που δεν θα δείτε ποτέ, σε κάποια κεντρικά γραφεία. Οι υπάλληλοι, ανώτεροι ή κατώτεροι, απλά μαζεύουν τα χαρτιά και παρουσιάζουν γραπτώς την υπόθεσή σας σε κάποιο ανώτερο κλιμάκιο. Με άλλα λόγια, είτε σας εξυπηρετήσει ο τελευταίος υπάλληλος, είτε ο διευθυντής ενός καταστήματος, το ίδιο περιθώριο έχουν. Απλά, αν πάτε στον διευθυντή, εκείνος θα πασάρει μετά τη χαρτούρα στον υπάλληλο για να μπορέσει να συνεχίσει να σερφάρει ανενόχλητος στον ίντερνετ. Ο μοναδικός που μπορεί να έχει άποψη για τις συναλλαγές και εργασίες που εκτελεί είναι ο ταμίας. Μόνον.

Και βεβαίως, δεν είναι όλοι μαλάκες. Έκανα ένα πειραματάκι, έκατσα κι έγραψα πόσους ανθρώπους γνώρισα στην τράπεζα τα τελευταία δέκα χρόνια και οι οποίοι έχουν σήμερα το σεβασμό, τη συμπάθεια ή την αγάπη μου. Κατέληξα με καμιά δεκαριά ονόματα. Μόνο. Σταγόνες στον ωκεανό. Γνώρισα βεβαίως πολλά, έμαθα πράγματα κι όλα αυτά. Ήταν και η μονιμότητα, και η δεκαετία στην πλάτη κι ένας φόβος για το άγνωστο κλπ, όμως σκέφτηκα λίγο σαν να είχαν όλα τελειώσει και είπα “Στο τέλος της ζωής μου, δεν θα έχω ζήσει όπως εγώ θέλω αν μείνω κι άλλο εδώ”. Να κάνω και ν' ακούω πράγματα απολύτως βαρετά, να παίρνω τρεις κι εξήντα και να 'χω και τους μαλάκες στην καμπούρα μου. Η συντηρητική φωνή που λέει ότι “παντού τα ίδια είναι” και “κάτσε εκεί πέρα που είναι σταθερή δουλειά” κλπ κλπ, δε μου είναι άγνωστη. Την έχω κι εγώ μέσα μου, όπως μαθαίνουμε να την έχουμε μέσα μας όλοι, μετά από μερικά χρονάκια στην ελληνική αγορά εργασίας. Είπα όμως “όχι”. Ως εδώ. Έστω για τώρα, νενικήκαμεν.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Μπιγκ νιουζ

Ενημερώνω το κοινό ότι λόγω μετακόμισης, η σύνδεσή μου με το ίντερνετ αναμένεται να διακοπεί οσονούπω. Επανακάμπτουμε σύντομα (ελπίζω).

Φιλάκια φορ νάου.

(Όχι τίποτις άλλο, αλλά δεν θα σχολιάσω και τις εκλογές!)

Τα κλισέ των κλισέ μου σπάνε τα νεύρα

"Δεν χρωστάω σε κανέναν!" φωνάζει ο Γιώργος Παπανδρέου.
"Δεν χρωστάμε πουθενά" αυτοί του ΣΥΡΙΖΑ.
"Το ΚΚΕ δεν χρωστάει σε κανέναν και τίποτα" ανέφερε η Παπαρήγα.
"Με ξέρετε και σας ξέρω, δεν χρωστάω πουθενά!" φώναξε και ο Καραμανλής.

Δηλαδή, δεν κατάλαβα, ο μόνος που χρωστάει σ' αυτή τη χώρα είμαι εγώ;!!

Σοβαρευτείτε, δηλαδή.